ἀλαζόν

ἀλαζόν
ἀλαζών
wanderer about country
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλαζόν' — ἀλαζόνα , ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg ἀλαζόνι , ἀλαζών wanderer about country masc/fem dat sg ἀλαζόνε , ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”